- όπερα
- Σκηνική δράση που βασίζεται σε ένα λιμπρέτο ολόκληρο μελοποιημένο. Αν και έχει κάποια μακρινή σχέση τόσο με τα μεσαιωνικά θρησκευτικά μυστήρια, που παρίσταναν πάθη και θαύματα, όσο και με θεάματα καθαρά κοσμικού περιεχόμενου, όπως μασκαράτες, μπαλέτα και ιντερμέδια, η ό. επιβλήθηκε ιστορικά, ως νεότερο μουσικό είδος, μόλις στα τέλη του 16ου αι. στην Ιταλία. Το γεγονός αυτό συνέπεσε με την ανακάλυψη ορισμένων δειγμάτων αρχαίας ελληνικής μουσικής, τα οποία έθεσαν ως πρότυπα οι υποστηρικτές μιας μουσικής πιο απλής και απαλλαγμένης από πολυφωνικές περιπλοκές. Η αληθινά καλλιτεχνική ανάγκη να αντιτάξουν στη μόδα της πολυφωνίας, που συχνά επέτρεπε συμβατικούς μανιερισμούς, την απλότητα της μονωδίας (που συνδύαζε τη συνύπαρξη ποιητικών και μουσικών αξιών) είχε γίνει ήδη αισθητή στη Γαλλία (κατά το 1570 η Ακαδημία Μουσικής συνεδρίασε μερικές φορές, για να προτείνει την επαναφορά της ελληνικής μονωδίας) και είχε συγκεκριμένα αποτελέσματα στη Φλωρεντία, χάρη στη δραστηριότητα της Φλωρεντινής Καμεράτας κατά την περίοδο 1580-1595. Ένας από τους υποστηρικτές του νέου μουσικού ρεύματος ήταν ο Βιντσέντσο Γκαλιλέι, μαχητικός και αδιάλλακτος εχθρός της πολυφωνίας.
Ο πρώτος καρπός αυτού του καινούργιου καλλιτεχνικού και αισθητικού προσανατολισμού ήταν η ό. Δάφνη (σε λιμπρέτο του Οτάβιο Ρινουτσίνι), μελοποιημένη από τον Γιάκοπο Πέρι, που ανεβάστηκε –στην πρώτη μορφή της– το 1594.
Νεωτεριστικό στοιχείο ήταν η τραγουδιστή απαγγελία, όπου ωστόσο –όπως αποδείχθηκε από τους πειραματισμούς που ακολούθησαν–η ανάγκη να γίνει κατανοητό το νόημα του ποιητικού κείμενου μέσω της μουσικής, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μονότονου ρετσιτατίβου, που δε βοήθησε ούτε την ποικιλία ούτε τον πλούτο της έκφρασης. Το 1600 δύο νέα έργα με θέμα το μύθο της Ευρυδίκης, που είχαν μελοποιήσει ο Πέρι και ο Τζούλιο Κατσίνι, δεν προσέφεραν, σε σχέση με τη Δάφνη, αξιόλογα εξελικτικά στοιχεία. Μόνο λίγα χρόνια αργότερα, η καλλιτεχνική αξία του νέου μουσικού είδους καθιερώθηκε από τον Κλαύδιο Μοντεβέρντι με μια σειρά από όπερες που εγκαινιάστηκε με τον Ορφέα (1607) και τέλειωσε με τη Στέψη της Ποππαίας (1642). Το βουκολικό κλίμα των Φλωρεντινών είχε βρει τον εσωτερικό δραματικό παλμό του: η τραγουδιστή απαγγελία εξελίχτηκε σε ένα αριόζο αρκετά πλουσιότερο σε εκφραστικές αποχρώσεις, ενώ η ορχήστρα πλουτίστηκε με ρυθμικά και ηχοχρωματικά στοιχεία που εμφανίζονταν πρώτη φορά.
Ωστόσο, αν και γεννημένη στη Φλωρεντία, η ό. γνώρισε την πρώτη περίοδο δόξας στη Βενετία, όχι μόνο εξαιτίας της μεγάλης ανταπόκρισης των λαϊκών στρωμάτων (χρειάστηκε vα ανοίξουν καινούργια θέατρα) αλλά και επειδή ενδιαφέρθηκαν γι’ αυτήν περίφημοι λόγιοι, ποιητές και αρχιτέκτονες. Η ό. διαδόθηκε πολύ γρήγορα στην Ευρώπη (ο Καβάλλι στο μεταξύ είχε πραγματοποιήσει τη μετάβαση από το αριόζο στην καθαυτό άρια), ενώ άρχισε να χάνει τον ιταλικό χαρακτήρα της και να διαμορφώνεται ανάλογα με το καλλιτεχνικό κλίμα της κάθε συγκεκριμένης ευρωπαϊκής χώρας, επηρεαζόμενη βαθύτατα από τις θεωρίες και τις καινοτομίες που πρότειναν οι Λούλι και Ραμώ στο Παρίσι και ο Γκλουκ στη Βιέννη, τον 17o και 18o αι. Στις αρχές του 18ου αι. η σχολή της Νεάπολης, με επίκεντρο τη δραστηριότητα του Αλεσάντρο Σκαρλάτι και του Τζοβάννι Μπατίστα Περγκολέζι, είχε και αυτή ξεπεράσει τους Βενετούς, επηρεάζοντας τους Ευρωπαίους με την όπερα μπούφα, την κωμική όπερα που εμφανίστηκε ως μόνο αντίδοτο στον αυλικό κοσμοπολιτισμό του μελοδράματος και ως μόνη ικανή να περισώσει την ανθρώπινη πλευρά της όπερας με τη ζωντάνια της λαϊκής διαλέκτου. Η επιθυμία να ερμηνευτεί μουσικά η γλώσσα του λαού αντιστοιχεί στην επιθυμία της υπόλοιπης Ευρώπης να αντικαταστήσει το ιταλικό λιμπρέτο με κείμενα σε διάφορες εθνικές γλώσσες. Είναι αυτό ακριβώς που συνέβη στη Γαλλία με την tragedie lyrique και τη vaudeville, στη γερμανική περιοχή με το Singspiel και με τα έργα του Μότσαρτ σε γερμανικά λιμπρέτα, στην Αγγλία με τα έργα του Χένρυ Πέρσελ. Σταδιακά εγκαταλείφθηκε το ιταλικό λιμπρέτο, που συνήθως περνούσε από τον ένα μουσικό στον άλλο (ο Αρταξέρξης του Μεταστάσιου, για παράδειγμα, μελοποιήθηκε από εκατό και περισσότερους συνθέτες) και αντικαταστάθηκε με κείμενα συνδεδεμένα όχι μόνο με τις διάφορες εθνικές παραδόσεις, αλλά και με τα διάφορα πολιτιστικά ρεύματα. Η ό. δηλαδή –και σε αυτό έγκειται η μεγαλύτερη αξία της– γίνεται, στις πιο συνειδητές της εκδηλώσεις, ένα εκπληκτικό πολιτιστικό όργανο. Ο διαφωτισμός, ο ρομαντισμός, οι προοπτικές κοινωνικής προόδου που ανάβλυσαν από τα διάφορα ανακαινιστικά κινήματα της Ευρώπης, πέτυχαν πάντα, μέσω της o., την υποστήριξη και τη συμμετοχή των μεγαλύτερων μουσικών, από τον Μότσαρτ έως τον Μπετόβεν, από τον Ροσίνι έως τον Μάγερμπερ, από τον Βέρντι έως τον Μουσόργκσκι, από τον Βέμπερ έως τον Βάγκνερ. Κατά τη διάρκεια του μουσικά πλουσιότατου 19ου αι., η ό. θα επιβάλει ακόμα περισσότερο την πολύτιμη παρουσία της κινούμενη από τη λαχτάρα να καθρεφτίσει τα διάφορα πολιτιστικά ρεύματα.
Ο γαλλικός νατουραλισμός θα βρει τους συνθέτες του στον Μπιζέ (Κάρμεν) και στον Σαρπαντιέ (Λουίζ). Ο ιταλικός βερισμός θα ζήσει μουσικά μέσα από τις όπερες του Μασκάνι και του Πουτσίνι. Ο λογοτεχνικός και ζωγραφικός ιμπρεσιονισμός θα ολοκληρωθεί στη Γαλλία από τον μουσικό ιμπρεσιονισμό του Ντεμπυσύ (Πελλέας και Μελισάνθη)· η αντινατουραλιστική στάση της γερμανικής κουλτούρας, με επίκεντρο τον Χόφμανσταλ, θα βρει στον Ρίχαρντ Στράους (Ηλέκτρα), τον μεγαλοφυή μουσικό της ερμηνευτή. Ανάλογα, το κλίμα του άγχους που συνδέεται με τον εξπρεσιονισμό θα βρει μουσικές δραματικές λύσεις στις όπερες του Σαίνμπεργκ (Το τυχερό χέρι) και του Μπεργκ (Ουωζέκ).
Οι κατοπινές περιπέτειες της ευρωπαϊκής ιστορίας, κατά τις οποίες εκδηλώθηκαν διαμαρτυρίες εναντίον του φασισμού και του ναζισμού καθρεφτίστηκαν και αυτές στην o., όπως βλέπουμε για παράδειγμα στο Ματίας ο ζωγράφος του Χίντεμιτ και στο Φυλακισμένο του Νταλαπίκκολα. Πρέπει πάντως να αναγνωριστεί ότι η ό. –μουσική μορφή συχνά παρεξηγημένη και περιφρονημένη– βρήκε πάντοτε τον τρόπο να δώσει ένα υψηλού επίπεδου παρόν στην περιοχή του πνευματικού πολιτισμού, κάθε φορά που οι συνθέτες προσέθεσαν, στο βασικό αίτημα για μια εκφραστική λιτότητα –βασικό στοιχείο της Καμεράτας των Βάρδων– τα αιτήματα μιας βαθύτατης ηθικής και πολιτιστικής ευθύνης
κωμική ό. (opera Comique). Αρχικά την συγχέανε με τη ναπολιτάνικη όπερα μπούφα (κωμική ό.) η οποία προέρχεται από τα κωμικά ιντερμέδια που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις πράξεις της όπερα σέρια (σοβαρή o.).
Στο Παρίσι, η κωμική ό. εμφανίστηκε στις αρχές του 18ου αι. Το 1746 σημειώθηκε η περίφημη διαμάχη των Μπουφόν, που πρόσχημα της υπήρξε το έργο του Περγκολέζε Η υπηρέτρια-κυρά, που παιζόταν τόσο από την ιταλική κωμωδία στα ιταλικά, όσο και σε γαλλική διασκευή από το θίασο του μελοδράματος. Στη διαμάχη αυτή βρέθηκαν αντιμέτωποι οι οπαδοί της ιταλικής μουσικής (σοβαρή ό.) και οι οπαδοί της γαλλικής (ό. κ.). Ο Ζαν-Ζακ Ρουσό ήταν με το μέρος των Μπουφόν και έγραψε τον Μάντη του χωριού, για να υποδείξει στους Γάλλους μουσικούς την αναγκαιότητα να τον μιμηθούν. Το έργο γνώρισε μεγάλη επιτυχία και έδωσε τον τόνο στην κωμική ό. επί τρία τέταρτα του αιώνα. Δεξιοτέχνης του είδους θεωρείται ο Μπουαλυτιέ, που προαναγγέλει τον ρομαντισμό. Στη ρομαντική εποχή κυριάρχησε ο Ωμπέρ με τις κ.ό. του Φρα Διάβολο και Μαύρο ντόμινο, πολύ καιρό. Αλλά και το dramma giocoso του Μότσαρτ είναι στην πραγματικότητα πρότυπο κωμικής ό. γιατι το κωμικό στοιχείο εναλλάσσεται με το σοβαρό και, πολλές φορές, με το τραγικό. Η Κάρμεν (1857), το αριστούργημα του Μπιζέ, συγχέεται συχνά με την κωμική ό. Από τα τέλη του 19ου αι. η καθαρή παράδοση της κωμικής ό. βρίσκεται σε έργα, όπως ο Γάμος του Τηλέμαχου (1910) του Κλωντ Τεράς και Μαρούφ ο μπαλωματής του Καΐρου (1914) του Ανρί Ραμπώ.
Όπερα. Παράσταση μουσικού δράματος σε θέατρο της Βενετίας του 18ου αιώνα. Η όπερα μεταμορφώθηκε σε καινούργιο θέαμα και ξέφυγε από το περιορισμένο ακροατήριο των αριστοκρατικών σαλονιών για ν’ απευθυνθεί στο ευρύτερο κοινό με τα έργα του Μοντέβέρντι. (Μιλάνο, Μουσείο της Σκάλας)
Σκηνή από την όπερα «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», βασισμένη στο πρωτότυπο του Γ. Σαίξπηρ (φωτ. ΑΠΕ).
Σκηνή από την όπερα «Σαμψών και Δαλιδά», στη Σκάλα του Μιλάνου (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η1. το μελόδραμα, κοσμική μουσική σύνθεση με σκηνική δράση, στην οποία συνδυάζονται η ποίηση, η μουσική και ο χορός και που αποτελείται συνήθως από εισαγωγή, άριες, ντουέτα, τρίο, χορωδιακά και ορχηστρικά μέρη, μπαλέτο, ρετσιτατίβα, ριτορνέλα, εμβατήρια κ.ά.2. το είδος αυτών τών έργων3. το θέατρο όπου παίζονται έργα τού είδους αυτού4. φρ. α) «όπερα μπούφα» — είδος κωμικής όπερας που γεννήθηκε στην Ιταλία τον 18ο αιώναβ) «όπερα σέρια» — είδος ιταλικής όπερας που κυριάρχησε τον 18ο αιώνα και στην οποία η έμφαση δινόταν στις μονωδίες και στο λεγόμενο μπελ κάντο, το ανθηρό φωνητικό ύφος τής περιόδου, ενώ η χορωδία και η ορχήστρα έπαιζαν περιορισμένο ρόλο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο γεν. όρος όπερα προέρχεται από την ιταλ. έκφραση opera in musica «έργο σε μουσική» (< ιταλ. opera < λατ. opera «εργασία, έργο»). Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στον Πολυζώη Λαμπανιτζιώτη].
Dictionary of Greek. 2013.